Kafenia Theofilos Stoupiadis [GR]

Ατομική Έκθεση / Solo Exhibition

Καφενεία / Kafenia

Ατομική Έκθεση
Επιμέλεια: Έλενα Καραθανάση
Χώρος: ΥΔΡΟ
Ναυάρχου Κουντουριώτου 11, Θεσσαλονίκη 546 25
Διάρκεια: 9-29 Νοεμβρίου 2024
Ώρες Λειτουργίας: Δευ-Κυρ 10:00-24:00

Solo Exhibition
Curated by: Elena Karathanasi
Location: YDRO
11 Navarchou Kountouriotou, Thessaloniki 546 25
Duration: November 9–29, 2024
Opening Hours: Mon–Sun 10:00-24:00

Με την υποστήριξη του//with the support of

Απώλειες του αργού χρόνου / Losses of slow time

Ο Θεόφιλος Στουπιάδης, όπως και ο γράφων, είναι παιδί της επαρχίας μεγαλωμένος στις δεκαετίες 1970-80. Η κάθοδός του το 1986 για σπουδές στο ΤΕΙ Φωτογραφίας Αθηνών, συμπίπτει με άλλη μία περίοδο πολιτικών διαψεύσεων, από αυτές που τροφοδοτούν συζητήσεις στα σημεία συνάντησης των ανθρώπων.

Ο Στουπιάδης διαμορφώνεται ως φωτογράφος μέσα από θέματα που τραβούν την προσοχή του, όπως είναι τα καφενεία πέριξ της Ομόνοιας, καθώς καθημερινά διασχίζει την περιοχή.

Τα καφενεία που επιλέγει θυμίζουν περισσότερο τους τουρκικούς καφενέδες. Απέχουν έτη φωτός από τα ευρωπαϊκού τύπου καφενεία που εισήχθησαν ως μόδα στην πρωτεύουσα του νεαρού Βασιλείου της Ελλάδος και αποτέλεσαν κοσμικά και λογοτεχνικά στέκια που έγραψαν την επίσημη ιστορία της αθηναϊκής κοινωνίας του εικοστού αιώνα.

Απέχουν όμως εξίσου και από τα παραδοσιακά καφενεία της φωτογενούς νησιωτικής και ηπειρωτικής Ελλάδας που φωτογραφίζονται βιαστικά από στρατιές αστών φωτογράφων.

Στα λαϊκά καφενεία του Στουπιάδη συχνάζει ο κόσμος του μεροκάματου, συνταξιούχοι, επαρχιώτες, ναύτες, φαντάροι και απόκληροι της ζωής. Καφενεία που μαγνήτιζαν λαογράφους όπως ο Ηλίας Πετρόπουλος, λογοτέχνες όπως ο Γιώργος Ιωάννου και ζωγράφους όπως ο Γιάννης Τσαρούχης.

Η κοινωνική διάσταση των καφενείων ήταν σημαντική ιδίως στην επαρχία, καθώς αποτελούσαν έναν από τους ελάχιστους χώρους συνάντησης μαζί με την εκκλησία και το γήπεδο. Από το καφενείο του χωριού περνούσε όλος ο ανδρικός πληθυσμός, ενώ στις πόλεις οι θαμώνες σύχναζαν σε καφενεία σύμφωνα με τις πολιτικές τους πεποιθήσεις. Η ύπαρξη εφημερίδων, ραδιοφώνου ή τηλεόρασης αργότερα πυροδοτούσε συζητήσεις, με τη φράση «συζητήσεις επιπέδου καφενείου» να υποδηλώνει τη ρηχότητά τους.

Η γυναικεία παρουσία, αν υπήρχε, ήταν η γυναίκα του καφετζή ως βοηθός. Ο σκληρός πυρήνας των θαμώνων ήταν πάντα οι συνταξιούχοι που περνούσαν τον χρόνο τους παίζοντας τάβλι ή χαρτιά με τη συνοδεία καφέ ή ούζου. Απαραίτητο συστατικό της ατμόσφαιρας ήταν ο καπνός, καθώς το κάπνισμα ήταν συνυφασμένο με την τελετουργία της απόλαυσης του καφέ ή του ούζου.
Η πατίνα του χρόνου που επικάθεται στα αντικείμενα ήταν άλλο ένα χαρακτηριστικό της ατμόσφαιρας του καφενείου, εκεί όπου ο αργός χρόνος βασίλευε και επέτρεπε μια ανάπαυλα σε μια καθημερινότητα όπου η μεσημεριανή ξεκούραση ήταν κανόνας.

Ο φωτογραφικός χρόνος στο έργο του Στουπιάδη εστιάζει στην αίσθηση των καφενείων στα τέλη του ’80. Το έγχρωμο υλικό της εργασίας του αποτελεί μια ελεγεία των χώρων αυτών, καθώς διαβλέπει τη σταδιακή εξαφάνιση των καφενείων την επόμενη δεκαετία. Η φθορά και η εγκατάλειψη των καφενείων μοιάζει να μαρτυρά ότι τόσο οι θαμώνες όσο και οι ιδιοκτήτες διαισθάνονται το επερχόμενο τέλος. Το ασπρόμαυρο κομμάτι της δουλειάς του εστιάζει σε στιγμές των θαμώνων, πορτραίτα καφετζήδων και έμμεσα ίχνη.

Η πορεία για τη συγκρότηση του προσωπικού στίγματος κάθε δημιουργού ξεδιπλώνει αναπόφευκτα όψεις του χαρακτήρα του. Μπορεί ο Στουπιάδης να φωτογράφισε τα καφενεία στο πλαίσιο μιας σπουδαστικής εργασίας, αλλά ήδη διαφαίνεται η έλξη για το περιθώριο που θα τον απασχολήσει στη μετέπειτα σειρά Εικόνες Πεδινής Χώρας, όπου εικονογραφεί το μεταίχμιο του τοπίου στον γενέθλιο τόπο του.

Όπως και να έχει, τα καφενεία του χρονικογράφου Στουπιάδη προστίθενται στο οπτικό υλικό για τη μελέτη της ελληνικής κοινωνίας στα τέλη του 20ου αιώνα υπενθυμίζοντάς μας την αξία του αργού χρόνου και το ήθος ενός κόσμου που χάθηκε.

Μανώλης Σκούφιας

Theophilos Stoupiadis, like the writer, is a child of the countryside, having grown up during the 1970s and 80s. His move to Athens in 1986 to study at the Photography Department of the Athens Technical Educational Institute coincides with yet another period of political disillusionment, one of those that fuel discussions in people’s meeting places.

Stoupiadis’ development as a photographer was shaped by subjects that caught his attention, such as the cafes around Omonia Square, which he passed through daily. The cafes he chose resembled more the Turkish coffee houses than the European-style cafes that had been introduced as a trend to the capital of the young Kingdom of Greece, serving as cosmopolitan and literary hangouts that wrote the official history of Athenian society in the 20th century.

However, these cafes were just as far removed from the traditional, photogenic cafes of the islands and mainland Greece, which were hastily photographed by hordes of urban photographers. The working-class cafes frequented by Stoupiadis’ subjects attracted laborers, pensioners, people from the provinces, sailors, soldiers, and the outcasts of society. These were cafes that fascinated folklorists like Elias Petropoulos, writers like Giorgos Ioannou, and painters like Yiannis Tsarouchis.

The social role of cafes was significant, especially in rural areas, as they were one of the few places for people to gather, alongside the church and the local football field. In village cafes, the entire male population would pass through, while in cities, patrons chose cafes based on their political beliefs. The presence of newspapers, radios, or later televisions, sparked discussions, with the phrase “café-level discussions” becoming synonymous with shallow discourse.

The presence of women, if any, was typically limited to the café owner’s wife, who helped out. The core group of patrons was always retirees, who passed the time playing backgammon or cards, accompanied by coffee or ouzo. Smoke was an essential part of the café’s atmosphere, as smoking was intertwined with the ritual of enjoying coffee or ouzo.

The patina of time on the objects in these cafes was another hallmark of the atmosphere, where slow time reigned, allowing for a break from the daily grind, in a life where midday rest was the norm.

The photographic time in Stoupiadis’ work focuses on the feel of these cafes in the late 1980s. His color work serves as an elegy to these spaces, as he foresaw their gradual disappearance in the following decade. The decay and abandonment of the cafes seem to reflect a sense that both patrons and owners felt the impending end. His black-and-white work, on the other hand, captures moments of the patrons, portraits of café owners, and indirect traces of life.
The journey toward defining a personal artistic identity inevitably reveals aspects of the creator’s character. Although Stoupiadis photographed the cafes as part of a student project, the attraction to the margins, which would later occupy him in the series Images of a Flat Country, where he depicts the threshold of the landscape in his homeland, is already evident.
In any case, the cafes chronicled by Stoupiadis add to the visual material for studying Greek society at the end of the 20th century, reminding us of the value of slow time and the ethos of a world that has disappeared.

Manolis Skoufias